καρέλι

καρέλι
το см. καρούλι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "καρέλι" в других словарях:

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • Αιτωλικό — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 4 μ., 4.312 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Είναι έδρα του δήμου Αιτωλικού (βλ. λ. Αιτωλικού, δήμος). Η κωμόπολη είναι χτισμένη πάνω σε ένα μικρό νησί που έχει μήκος 500 μ. και πλάτος 400 μ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»